- ωρεσιδώτης
- ὁ, Α(ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που παρέχει ώριμους καρπούς στην κατάλληλη εποχή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα «κατάλληλη εποχή» + -δώτης (< δί-δωμι), πρβλ. ἐλπιδο-δώτης, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω)].
Dictionary of Greek. 2013.